ἀπερισάλπιγκτος
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ἀπερισάλπιγκτον, not surrounded by the sound of trumpets, Pyrrhusap.Stob.4.13.60.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπερισάλπικτος Pyrrhus en Stob.4.13.60; ἀπερισάλπιστος Synes.Regn.M.66.1076A
1 no acompañado del son de trompetas στρατηγός Pyrrhus l.c., cf. Sud.
2 fig. no iniciado, ignorante τῶν ἱερῶν τελετῶν Dion.Ar.EH M.3.432C.
3 no molestado por las trompetas
•fig. tranquilo, pacífico ὕπνος Synes.Catast.M.66.1572C, op. ἀγωνιστής Synes.Regn.M.66.1076A.
German (Pape)
[Seite 288] Synes. ἀπερισάλπιστος, nicht von Trompetenschall umgeben, B. A. p. 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερισάλπιγκτος: -ον, ἀπεριήχητος ὑπὸ ἤχου σαλπίγγων, Στοβ. 366. 35: ― παρὰ Συνεσ. σ. 13, ἀπερισάλπιστος. ― Ἐπίρρ. ἀπερισαλπίστως Ἄννα Κομν. 211.