ακατάλυτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάλυτος, -ον) καταλύω
αυτός που δεν καταλύεται ο αιώνιος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φθείρεται, ο ανθεκτικός
2. (για θρησκευτική νηστεία) η μέρα κατά την οποία δεν επιτρέπεται η κατάλυση, η κατανάλωση πασχαλινού φαγητού.