ἀβλαβία
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀβλάβεια II, ἀβλαβίῃσι νόοιο h.Merc.393; Ἀβλαβίαι personified, SIG1014.67 (Erythrae); sg. in later Prose, Phld.Piet.28.
Spanish (DGE)
(ἀβλᾰβία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 falta de intención de dañar, benignidad ἐπ' ἀβλαβίῃσι νόοιο sin dobleces de pensamiento, h.Merc.393, de los dioses para con los hombres, Phld.Piet.2051, personif. euf. de las Erinis Ἀβλαβίαι IEryth.201a.34 (III a.C.).
2 seguridad, ausencia de daño ὑπὲρ εὐκαρπίας καὶ ἀβλαβίας τῶν καρπῶν Hell.9.63 n.4 (Cízico I d.C.), cf. ἀβλάβεια, ἀβλοπία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀβλάβεια· ἀβλαβίῃσι νόοιο· ὑμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 393.
Greek Monotonic
ἀβλᾰβία: ἡ, Επικ. αντί ἀβλάβεια, σε Ομηρ. Ύμν.