νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Full diacritics: γυψωτής | Medium diacritics: γυψωτής | Low diacritics: γυψωτής | Capitals: ΓΥΨΩΤΗΣ |
Transliteration A: gypsōtḗs | Transliteration B: gypsōtēs | Transliteration C: gypsotis | Beta Code: guywth/s |
γυψωτοῦ, ὁ, plasterer, EM811.36.
-οῦ, ὁ revocador, EM 811.36G.
γυψωτής: -οῦ, ὁ, ὁ γύψῳ ἐπαλείφων, Ε. Μ. ἐν λ. χήρα.
ο (Μ γυψωτής) γυψώ
αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια
νεοελλ.
αυτός που κατεργάζεται τον γύψο.