Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
κυνόδεσμος, κυνοῦχος, κύνειρα, ἀγκύλη, δεσμός, βάλτιον, βειέλοψ, βυρσίνη, ἀορτήρ, βοεύς, ἀναγωγεύς, ἔναμμα, ἀορτής, ἀσκός