βυρσίνη
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
ἡ, leather thong, Ar.Eq.59,449 (with a play on μυρσίνη).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
correa Ar.Eq.59
•paród. aplicado a Mírrina, esposa de Hipias ἡ Β. Birsina o la correosa Ar.Eq.449, Hsch.
German (Pape)
[Seite 468] ἡ, Lederriemen, Ar. Equ. 59. 447, mit kom. Anspielung auf μυρσίνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
courroie de cuir.
Étymologie: βύρσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυρσίνη -ης, ἡ βύρσα leren riem.
Russian (Dvoretsky)
βυρσίνη: (ῐ) ἡ ирон. (по созвучию с μυρσίνη) кожаная плеть, ремень Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσίνη: ἡ, μάστιξ ἐκ δέρματος, λωρί, Ἀριστοφ. Ἱππ. 59, 449, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως μυρσίνη.
Greek Monolingual
βυρσίνη, η (Α) βύρσινος
μαστίγιο από δέρμα.
Greek Monotonic
βυρσίνη: [ῐ], ἡ (βύρσα), δερμάτινο κορδόνι, λουρί, σε Αριστοφ.