διδύμια

From LSJ
Revision as of 13:37, 15 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδύμια Medium diacritics: διδύμια Low diacritics: διδύμια Capitals: ΔΙΔΥΜΙΑ
Transliteration A: didýmia Transliteration B: didymia Transliteration C: didymia Beta Code: didu/mia

English (LSJ)

[ῠ], τά,
A small convexities near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14, al.
II Dim. of δίδυμος III.2 (testocles), Paul.Aeg.6.68.
III διδυμίου ῥίζα = ὄρχις (orchid), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διδύμια: τά, «ἑκατέρωθεν τοῦ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῦ ἐγκεφάλου, γλουτία καλούμενα» Γαλην. 3. 678.

Greek Monolingual

και διδυμιά, η δίδυμος
1. γέννηση διδύμων
2. δίδυμη μορφή
3. το φαινόμενο του δίδυμου σφυγμού
4. συνένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών κρυστάλλων σε ενιαίο κρύσταλλο.