ψεδνότης
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
-ητος, ἡ, baldness, Adam.2.37.
German (Pape)
[Seite 1392] ητος, ἡ, Kahlheit, Adamant. physiogn. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 26.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α ψεδνός
(για πρόσ.) φαλακρότητα.