ἐπίδομα
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
-ατος, τό, contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).
German (Pape)
[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίδομα) επιδίδωμι
νεοελλ.
1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.)
2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα
αρχ.
1. προσθήκη
2. συνεισφορά, έρανος.