έλαιο
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
Greek Monolingual
και λάδι, το (AM ἔλαιον)
1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη του ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο
2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες
π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο, μουρουνέλαιο, αρωματικά έλαια, λιπαντικά έλαια, ορυκτέλαια, αιθέρια έλαια κ.λπ.
3. εκκλ. λάδι για ποικίλες θρησκευτικές χρήσεις («ἅγιον ἔλαιον»)
αρχ.
το τμήμα της αγοράς της αρχαίας Αθήνας όπου πουλούσαν λάδι («ἀναμενῶ σε πρός τοὔλαιον», Μέν.).