ἐναπομαραίνομαι

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναπομᾰραίνομαι Medium diacritics: ἐναπομαραίνομαι Low diacritics: εναπομαραίνομαι Capitals: ΕΝΑΠΟΜΑΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: enapomaraínomai Transliteration B: enapomarainomai Transliteration C: enapomarainomai Beta Code: e)napomarai/nomai

English (LSJ)

A wither on, τοὺς καρποὺς -ανθῆναι τοῖς φυτοῖς Lyd.Ost.23: metaph., οὐ γὰρ Χρόνῳ ἡ τοῦ δημιουργοῦ δύναμις -μαραίνεται Aen.Gaz.Theophrastus p.44 B.
II shrivel up in, ἐλαίῳ Orib.8.27.4.

Spanish (DGE)

1 deshacerse, disolverse en c. dat. τὸ (πήγανον) δ' ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳ Orib.8.27.4.
2 pudrirse, estropearse en c. dat. ἀώρους τοὺς καρποὺς ἐναπομαρανθῆναι τοῖς φυτοῖς Lyd.Ost.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπομαραίνομαι: ἀπομαραίνομαι ἔν τινι, τὸ δὲ ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳ Matthaei Med. σ. 200.