intolerable
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός (rare P.), οὐ φορητός, Ar. and V. οὐ τλητός, V. οὐχ ὑποστατός, δύσοιστος, δύσφορος, ἄτλητος, ἄφερτος, P. ἀφόρητος.
greivous: P. and V. βαρύς, λυπηρός.
Spanish > Greek
ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσυπομένητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος