Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
-ή, -ό (AM ἐπιληπτικός, -ή, -όν) επιληψία1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία ή στον επιληπτικό2. αυτός που πάσχει από επιληψία.