οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
μετιχνιῶμαι, -άομαι (Μ)βαδίζω στα ίχνη κάποιου, ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ιχνιῶμαι (< ἴχνος)].