μετιχνιώμαι

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

μετιχνιῶμαι, μετιχνιάομαι (Μ)
βαδίζω στα ίχνη κάποιου, ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ιχνιῶμαι (< ἴχνος)].