ἀναστομωτήριος
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ἀναστομωτήριον, proper for opening, τῆς ὑστέρης Hp.Nat.Mul.109.
Spanish (DGE)
-ον
que abre, desobstructor ὑστέρης Hp.Nat.Mul.109.
German (Pape)
[Seite 209] zum Oeffnen geschickt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστομωτήριος: -ον, = τῷ ἑπομένῳ, ὑστέρας ἀναστομωτήριον τὸ αὐτὸ καὶ καθαρτικὸν Ἱππ. 587. 22.