ἐπιπόνως
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (Woodhouse)
(see also: ἐπίπονος) wearily, with difficulty, with great exertion
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine, laborieusement;
Cp. ἐπιπονώτερον, Sp. ἐπιπονώτατα.
Étymologie: ἐπίπονος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόνως: трудно, с трудом (εὑρίσκειν Thuc.; ζῆν Xen., Arst., Plut.): ἐ. διανυκτερεῦσαι Plut. провести тяжелую ночь.