ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(AM ἀσθμαίνω) άσθμααναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζωαρχ.1. καταβάλλω προσπάθεια2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία.