στείβω
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
Il.11.534, E.Ion 495 (anap.): Ep. impf.
A στεῖβον Od.6.92, Iterat. στείβεσκον Q.S.1.352: aor. ἔστειψα (κατ-) S.OC467:—tread or stamp on, tread under foot, of horses, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Il.11.534, cf. 20.499; εἵματα . . στεῖβον ἐν βόθροισι trod the clothes in pits, in order to wash and clean them, Od.6.92; ποσὶν σ. δόμον AP 9.327 (Hermocr.):—Pass., κονία στειβομένα Theoc.17.122; αἱ στειβόμεναι ὁδοί the beaten tracks, X.An.1.9.13. 2 c. acc. cogn., tread or walk on a path, κέλευθον ποδί E.Hel.869; πέδον A.R.3.836; χοροὺς στείβουσι ποδοῖν tread measures, E.Ion 495 (anap.); νομὸν σ. Nic.Th. 609. 3 abs., tread, κατ' αἰγίλιπος πέτρης σ. κάρηνα h.Hom.19.4; ἵνα στείβουσι κύνες E.Hipp.217 (anap.), cf. Opp.C.1.456.