ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
1. παστός (ΙΙ]τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» — δέρνω ανηλεώς.