difícil de atravesar
From LSJ
Spanish > Greek
δύσοδος, δυσέμβατος, δυσέξοδος, δυσόδευτος, δυσπάριτος, δυσδιαπόρευτος, δυσέξιτος, δυσδιάβατος, δυσδίοδος, δυσδιεξίτητος, βραδύπορος, δυσμέτρητος, δύσρηκτος, δυσπάροδος
δύσοδος, δυσέμβατος, δυσέξοδος, δυσόδευτος, δυσπάριτος, δυσδιαπόρευτος, δυσέξιτος, δυσδιάβατος, δυσδίοδος, δυσδιεξίτητος, βραδύπορος, δυσμέτρητος, δύσρηκτος, δυσπάροδος