βριγκώμενον
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ὀργιζόμενον, θυμούμενον, Hsch. (leg. βριμώμενον).
Spanish (DGE)
ὀργιζόμενον. μιμούμενον Hsch.