συγκλείω

From LSJ
Revision as of 00:43, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλείω Medium diacritics: συγκλείω Low diacritics: συγκλείω Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΩ
Transliteration A: synkleíō Transliteration B: synkleiō Transliteration C: sygkleio Beta Code: sugklei/w

English (LSJ)

fut. -κλείσω: Ion. συγ-κληΐω, fut -κληΐσω: old Att. ξυγκλήω, fut. -κλῄσω: Ep. aor.

   A συνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309:—Pass., aor. συνεκλείσθην, old Att. ξυνεκλῄσθην: pf. συγκέκλειμαι Isoc.15.68, but -εισμαι Men.670, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old Att. ξυνκέκλῃμαι, Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):—shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA533b26; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος Id.PA654b35; σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8; εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2 (Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—Pass., λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129; τὸ στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆς -είεται Hp.Aër.21; σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec.487.    2 generally, of straits or difficulties, τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3; εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10:—Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν . . συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c.    3 pit against one another, set to fight as in the lists, οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι . . ξυνέκλῃσαν E.Andr.122 (lyr.).    4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.    II shut close, close, στόμα E.Hipp.498; ὄμμα Id.Hec.430, Ion 241; [τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 (Pass.); ξ. τὰς πύλας Th.4.67; τὰς θύρας Aeschin.1.74; τὰς θυρίδας Gal.16.578: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach.1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq.1317; τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—Pass., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48 codd. (συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.    2 intr. in Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; τοῦ καιροῦ συγκλείοντος εἰς χειμῶνα GDI3087.19 (Chersonesus).    III close jointly, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων IG12.91.17.    IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.    2 connect closely together, τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba.1300; ς. (sc. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτόν Pl.Criti.117e, cf. Ti.76a, etc.; σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24, cf. 15.68 (Pass.):—Pass., συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19.    V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—Pass., ib.11.9.