ἐκτείνω
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
fut. -
A τενῶ A.Pr.325, etc.:—stretch out, χεῖρ' ἐπ' ἐκφορᾷ νεκροῦ Id.Ch.9; τὴν χ. ὑπτίαν Ar.Ec.782 ; τὰς χεῖρας ἐπί τι for something, Plb.1.3.6 ; πρός τινα, in sign of friendship, Id.2.47.2 ; πρὸς κέντρα κῶλον A.Pr.325 ; παῖδας ἐπὶ τὴν πυρήν Hdt.2.107 ; ἐκεῖσε κἀκεῖσ' ἀσπίδ' ἐ. E.Andr.1131 ; εἰς ἧπαρ ξίφος Id.Ph.1421 : abs., offer food, Ath.5.186c ; τὰ γόνατ' ἐ. straighten the knees, Ar.V.1212 ; ἐ. τὰ σκέλη X.An.5.8.14 ; νοῦ ἄπο μυρίον ὄμμα IG3.716 ; ἐ. νέκυν E.Hipp. 786 ; ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ' ἔπος will lay thee prostrate, Id.Med.585:— Pass., to be outstretched, lie at length, of sleepers, etc., S.Ph.858(lyr.) ; ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα X.An.5.1.2, etc.; of countries, etc., extend, Id.Vect.4.3, D.P.40. 2 stretch, spread out a net, A.Ch.991 ; extend the line of an army, E.Heracl.801, Arr. Tact.5.6 ; λαὸν ἐκτείνοντ' ἄνω (sc. ἑαυτόν) E.Supp.654 ; στράτευμα X.HG6.5.19:—Pass., to be unfolded, smoothed, ὡς ἂν Διὸς μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷ S.Fr.902. II spin out, prolong, πλεῦνα λόγον Hdt. 7.51 ; φροίμιον θεοῖς A.Ag.829 ; μακρὰν ἐξέτεινας ib.916, cf. E.Med. 1351 ; μῆκος λόγου A.Eu.201 ; μείζονα λόγον S.Tr.679, etc.; βίον E. Supp.1109; τοὺς περιπάτους X.Mem.3.13.5 :—Pass., λόγος ἐκταθείς Pl.Lg.887a ; of Time, πολὺς ἐκτέταται χρόνος S.Aj.1402(anap.). III put to the full stretch, ἵππον ἐ. X.Cyr.5.4.5 ; ἐ. πάντα κάλων Pl.Prt. 338a ; πᾶσαν προθυμίην ἐ. put forth all one's zeal, Hdt.7.10.η'; τὸν θυμόν And.3.31 ; ἅπασαν ἀγωνίαν D.60.30: metaph. in Pass., to be on the rack, ἐκτέταμαι S.OT153 (lyr.). IV lengthen a short syllable, A.D.Pron.27.2 (Pass.), al., interpol. in D.H.2.58. V intr., draw along, LXXJd.20.37.