φράσσω
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
Att.
A φράττω X.Cyn.2.9, D.21.17, al.: fut. φράξω (δια-) IG 22.1668.63, etc.: aor. ἔφραξα, Ep. φράξα Il.12.263, Od.5.256, etc., Att. inf. φάρξαι IG12.371.20, part. δια-φάρξας ib.373.251: pf. πέφρᾰκα Ph.2.350, later πέφρᾰγα (περι-) Sch.Hes.Sc.298: plpf. ἐμ-πεφράκεσαν J.AJ12.8.5:—Med., v. φράγνυμι; fut. φράξομαι (ἐμ-) Luc.Tim.19: aor. ἐφραξάμην, Ep. φρ- Il.15.566:—Pass., fut. φραχθήσομαι (ἐμ-) Gal.5.616; φρᾰγήσομαι 2 Ep.Cor.11.10: aor. 1 ἐφράχθην Il.17.268, Pl.Ti.84d: aor. 2 ἐφράγην [ᾰ], subj. φρᾰγῇ Ep.Rom.3.19, part. φρᾰγείς Hero Spir.1.19: pf. πέφραγμαι E.Ph.733, etc.: plpf. ἐπεφράγμην Luc.Sat.11, 3sg. ἐπέφρακτο Hdt.7.142:—Hom. uses no tense but aor. Act., Pass., and Med. The Att. spellings πεφαργμένος and ἐφάρξαντο are given by Hdn.Gr.2.384, cf. IG12.ll.cc., and v. φαρκτός, ναύφαρκτος. [ᾰ by nature, for it does not become η in Ion.]:— fence in, hedge round, hence with collat. notion of defence, secure, fortify, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις having fenced the battlements with shields, Il.12.263; φράξε δέ μιν [τὴν σχεδίην] ῥίπεσσι he fenced it with mats, to keep out the water, Od.5.256; ἀρκύστατ' ἂν φράξειεν A.Ag.1376; φ. δέμας ὅπλοισι Id.Pers.456; ἔρνεσι φ. χεῖρα fill them full with wreaths of victory, Pi.I.1.66:—Med., φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ they fencedin their ships, Il.15.566, cf. A.Th.63; φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσι Hdt.8.51; πύλας . . ἐφραξάμεσθα προστάταις A.Th.798; but ἐφράξαντο τὸ τεῖχος they strengthened it, Hdt.9.70: abs., strengthen one's fortifications, Th.8.35; φ. πρὸς τὰς διαβάσεις Plu.Mar.23; φραξάμενοι in battle-array, Batr.166:—Pass., φραχθέντες σάκεσιν fenced with shields, Il.17.268, cf. E.IA826, etc.; ἡ ἀκρόπολις ῥηχῷ ἐπέφρακτο Hdt.7.142; of the Nile, to be embanked, Id.2.99: abs., πεφραγμένοι fortified, prepared for defence, Id.5.34, Th.1.82; of a person, armed, ἀσπιδίτης καὶ πεφρ. S.Fr.426: metaph., ἐλπίδος πεφραγμένος having the defence of hope, cj. in Id.Ant.235 (cod. Laur, πεπραγμένος, cett. and Sch. δεδραγμένος). II put up as a fence, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ joining spear close to spear, shield to shield, Il.13.130; φράξαντες τὰ γέρρα having put up the shields as a close, thick fence, Hdt.9.61:—Med. πάγας ὑπερκότους ἐφραξάμεσθα cj. in A.Ag.823. 2 σχάσασαι τὴν οὐρὰν καὶ φ., of dogs, X.Cyn.3.5. III stop up, block, τὴν ὁδόν Hdt.8.7; τοὺς ἔσπλους Th.4.13; τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., ὑπὸ ῥευμάτων φραχθείς [ὁ πλεύμων] Pl. l.c.; πεφραγμένων τῶν πόρων Arist.Pr.935b14. 2 metaph., bar, stop, τὸ ἡγεμονικόν Ath.4.157d:—Pass., ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ Ep.Rom.3.19; ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμέ 2 Ep.Cor. 11.10.