κάρηνον
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dor. κάρᾱνον A.Ch.396 (lyr.), Mosch.1.12 (Ion.
A κάρηνον 2.87); in derivs. the ᾱ prevails: (v. κάρα A):—head, mostly in pl. (as always in Hom.), ἀνδρῶν κάρηνα, periphr. for ἄνδρες, Il.11.500; νεκύων ἀμενηνὰ κ. Od.10.521, etc.; βοῶν ἴφθιμα κ. Il.23.260; ἵππων ξανθὰ κ. 9.407: metaph., of mountain peaks, Οὐλύμποιο κ. 1.44, etc.; of towns, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα 2.117, 9.24; Μυκάλης αἰπεινὰ κ. 2.869: in pl., of a single person, κάρηνα . . Μελανίππου σπάσας E.Fr.537: sg. in h.Hom.8.12, 28.8, Mosch.ll. cc., Coluth.264, Anacreont. 1.11.