μέτριος
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pl.Ti.59d; Aeol. μέτερρος Lyr.Adesp.66 (but
A μέτριος Sapph.Oxy.1231.5): (μέτρον):—within measure, moderate, and so, I of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt.2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id.1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl.Fr.140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl.Prt.338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id.R. 460e. II of Number, [ἱππεῖς] μ. a reasonable number of... X. Cyr.2.4.14. III mostly of Degree, moderate, ἔργα Hes.Op.306; μ. νῦν ἔπος εὔχου A.Supp.1059 (lyr.); μ. χάρις E.IA554 (lyr.); σῖτος -ώτατος X.Lac.1.3; τὸ μ. the mean, S.OC1212 (lyr.), cf. Pl.Lg.719e, Plt.284e; ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist.Pol.1295b4; περαιτέρω τοῦ μ. X.Mem.3.13.5; πέρα τοῦ μ. Thphr.CP6.1.4; ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu.2.656f; τὰ μ. E.Med.125 (anap.); εἴη γ' ἐμοὶ μέτρια Id.Ion632; τὰ μ. κεκτῆσθαι X.Mem.2.6.22; μ. καὶ δίκαια Ar.Nu. 1137; μ. φιλία a friendship not too great, E.Hipp.253 (anap.); μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων . . κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id.Fr.503 (anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th.1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id.4.30; βίος μ. καὶ βέβαιος Pl.R.466b; μ. σχῆμα modest apparel, Id.Grg.511e; μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist.Pol.1292b26; οἱ μ. respectable people, D.18.10; later, poor, μ. καὶ δυστυχεῖς POxy.120.7 (iv A. D.), etc.: with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl.Phd.117b. 2 tolerable, οἷς μὴ μ. αἰών S.Ph.179 (lyr.); ἀπὸ τῶν μ. ἐπ' ἀμήχανον ἄλγος Id.El.140 (lyr.); μ. ἄχθος E.Alc.884 (anap.); κακά Id.Tr.722; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt.4.84; τυχεῖν τῶν μετρίων Lys.9.4; τὰ μ. tolerable terms. Decr. ap. D.18.165; ἐπὶ μετρίοις Th.4.22; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl.Tht. 181b; -ωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist.Pol.1289b4, cf. Men.532.17 (Sup.). 3 of Persons, moderate in desires and the like, temperate, Ar.Pl.245; -ώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th.6.89; μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg.816b; σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν Aeschin.3.170; ἐν τῷ σίτῳ X.Cyr.5.2.17; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) μετέσχον E.IA543 (lyr.), cf. Fr.967 (lyr.); εἰ δ' ἦσθα μ. τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id.Hel.1105; also, moderate, fair, Thgn.615, Pl.R.396c, etc.; a favourite word in democratic states, μ. καὶ φιλάνθρωπος D.21.185; σαυτὸν -ώτερον παρέχειν ib.134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards... Th.1.77. 4 proportionate, fitting, μισθὸς σώφροσι μ. Pl.Ti.18b; μ. λόγοι X.Smp.8.3. 5 enjoying 'middling' health (cf. μετριάζω 1.3), Cat.Cod.Astr.8(1).182. B Adv. μετρίως moderately, within due limits, ἀπηγήσεσθαι Hdt.2.161; in due measure, neither exaggerating nor depreciating, εἰπεῖν Th.2.35; λέγειν Pl.R.518b; μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc.12.171; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl.Tht.191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt.1.32; μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl.Euthd.305d: Comp. μετριώτερον (infr. 3), also -ωτέρως Arist.HA587a1: Sup. -ώτατα Th.6.88, etc. 2 enough, μ. κεχόρευται Ar.Nu.1511 (anap.); μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id.Ec. 969; moderately, pretty well, ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl.Lg.936b; σωφρονοῦσι καὶ μ. D.6.19; μ. [λέγειν] Men.Pk.262; ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht.161b. 3 modestly, temperately, χαίρειν E.IA921, cf. HF709; ἀποκρίνασθαι X.An.2.3.20; μ. βεβιωκώς Lys. 16.3 (but μ. διάγειν to be moderately off, X.Hier.1.8); πενθεῖν μ. Antiph.53.1; φέρειν Plb.3.85.9; on fair terms, μ. ξυναλλαγῆναι Th.4.19, cf. 20: Comp. -ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X.Cyr.4.3.7. 4 μ. ἔχειν to be in 'middling' health, PLips.108.6 (ii/iii A. D.). II neut. μέτριον and μέτρια as Adv., μέτριον ἔχειν Pl.Lg.846c (sed leg. μέτρον) ; μέτρια βασανισθείς Id.Sph.237b: also with Art., τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X.Cyr.2.4.26; τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th.4.19, cf. 8.84.