καταδύω
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
or κατα-δύνω: I intr., in Act. pres. καταδύνω and Med. καταδύομαι: fut. -δύσομαι: aor. -εδῡσάμην, Ep. 2 and 3sg. -δύσεο, -δύσετο:—Act., aor. 2 κατέδυν: pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, esp. of the sun (as Hom. always in aor. 2 Act.), ἠέλιος κατέδυ Il.1.475, etc.; ἅμα . . ἠελίῳ καταδύντι ib.592; ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183; ἠελίοιο -δῡομένοιο h.Merc.197; καταδεδυκέναι τὴν [νῆσον] κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235; also of ships, to be sunk or disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; also οἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2; κ. ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V.140. 2 go down, plunge into, c. acc., καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib.517; καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: folld. by Prep., μυῖαι καδδῦσαι (Ep. for καταδ-) κατὰ . . ὠτειλάς Il.19.25; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc.237; καταδυσόμεθ' . . εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into... Od.10.174; so καταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [τὴν πόλιν] Pl.R.576e; κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132; κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into, ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into, καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R.401d; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178. 3 slink away and lie hid, καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame, ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40); καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R.579b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν Id.Sph.239c, etc. 4 get into, put on, κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504, cf. Od.12.228; κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103; εἵματα Mosch.4.102. II causal, make to sink, rare in pres., ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12; ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37: mostly in aor. 1, γαύλους καταδύσας Hdt.6.17; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24. 2 duck, τὴν κεφαλήν, in a bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.13.