Full diacritics: σμῶδιξ | Medium diacritics: σμῶδιξ | Low diacritics: σμώδιξ | Capitals: ΣΜΩΔΙΞ |
Transliteration A: smō̂dix | Transliteration B: smōdix | Transliteration C: smodiks | Beta Code: smw=dic |
ιγγος, ἡ,
A weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.