φρούρημα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ατος, τό, poet. Noun: I that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmen's charge of spoil, S.Aj.54. II guard, A.Eu.706; of a single man, Id.Th.449; λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα E.El.798. III watch, ward, φρούρημα ἔχειν Id.Ion511 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1310] τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; φρούρημα ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο βουλευτήριον εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798.