χορταστικός
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ή, όν, (χορτάζω)
A good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).