συγκροτέω
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
A strike together, σ. τὼ χεῖρε clap the hands for joy, X.Cyr.2.2.5, Ath.10.420c; ταῖς χερσίν LXXNu.24.10; smite them together in grief or anger, Luc.Somn.14; σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους, Id.JTr.45, Cat.20. 2 abs., clap, applaud, Polem.Call.62; join in applauding, Eun.VSp.484B.:—Pass., to be applauded, X.Smp.8.1. II hammer or weld together, Ar.Eq. 471; ἀσπὶς συγκεκροτημένη Plu.Nic.28. 2 metaph., σ. ὀνόματα weld words together into unities, Pl.Cra.409c,415d,416b; of style, λέξις συγκεκροτημένη pithy, terse, D.H.Dem.18, Isoc.2, etc. b knock together, compose, ἀνάπαιστα Luc.Symp.18; κατηγορίαν Id.Eun.13. c weld a number of men into one body, i.e. organize them, τὸν χορόν D.21.17; σύνδειπνον Plu.2.528b (Pass.); πότον Luc. Gall.12 (Pass.); ξυνωμοσίαν Id.Phal.1.4; γάμους Ach.Tat.2.11; esp. of military or naval forces, collect, levy, σ. δύναμιν, στράτευμα, Hdn.1.9.1, 2.14.6, cf. Aristid.2.157J.; μίαν Λάκαινάν τις ὑβρίζων κοινὸν πόλεμον ἐφ' ἑαυτὸν συγκροτεῖ Chor.29.80 F.-R.:—Pass., ἐκεῖνό μοι φράσον, εἰ πάλαι ξυγκροτεῖται αὐτοῖς ἡ ἔρις Luc.JTr.33; πόλεμος . . ἐπὶ ὑπηκόους συνεκροτεῖτο was being waged against subjects, Chor.3.11 F.-R. d train, D.L.7.185:—Pass., ib.31: freq. in pf. part. Pass. συγκεκροτημένος, well-trained, disciplined, ναῦς συγκεκρ. X.HG6.2.12; συγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου D.2.17; εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Hdn.7.2.2; συγκεκρ. πληρώματα Plb.1.61.3; ἑταιρεῖαι Plu.Lys.13. e ἐπιτήρει δὲ καὶ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐν ᾗ συγκροτεῖται μάλιστα ὁ χρησμός on which the oracle works best, Astramps.Orac. p.3. f assist, help, συγκροτῆσε (i.e. -ῆσαι) τὸν εὐγενῆ Παῦλον POxy.1872.2 (v/vi A.D.); συγκροτεῖ· . . συμπράττει, Suid.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenschlagen; τὼ χεῖρε, zuklatschen, beklatschen, Xen. Cyr. 2, 2, 5; Ar. Equ. 469, wo aber eine Anspielung auf das vorangehende χάλκευε darin liegt. – Pass. Beifall finden, Xen. Conv. 8, 1; – zusammenschmieden, übh. vereinigen, zusammenziehen, Plat. Crat. 415 d 416 b 421 a; αἱ συγκεκροτημέναι ἑταιρίαι, Plut. Lys. 13; συνεκρότει τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως, Phoc. 12; – übrtr., zusammen einüben, vorbereiten, συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου, Dem. 2, 17, wie Hdn. 7, 2, 4, εἰς πολεμικὲν ἄσκησιν συγκεκρότηκε, mit ironischer Nebenbeziehung; συγκεκροτημένη εἰρεσία, πληρώματα, Pol. 2, 34. 1, 61, 3; vgl. Xen. Mem. 6, 11, 12; ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείς, Luc. conviv. 19.