μονωτικός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ή, όν,
A left alone, solitary, βίος Ph.1.549; ζῷα ib.150.
German (Pape)
[Seite 206] vereinzelt lebend, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, den ἀγελαῖα entggstzt, v. l. μονοδικά, auch bei Bekk.