κατακρεμάννυμι
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
A hang up, κὰδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Hdt.2.121.γ; δίκτυα Aen.Tact.11.6: in med. sense, κατακρεμάσασα . . τόξα having hung the bow on herself, h.Hom.27.16: Ep.Subj., ὄφρα -κρεμάῃσιν Nic.Fr.74.42:—Pass., hang down, be suspended, Hp.Fract.21; κατακεκρέμαστο στέμμα D.S.18.26.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κρεμάννυμι), herabhangen lassen, aufhängen; ἔνθα κατακρεμάσασα τόξα καὶ ἰοὺς ἡγεῖται H. h. 27, 16; κατακεκρέμασμαι D. Sic. 18, 26.