κερδαίνω
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
English (LSJ)
fut. -
A ᾰνῶ A.Pr.876, Lys.8.20, etc.; Ion. -ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ; κερδήσω AP9.390 (Menecr.), Ep.Jac.4.13, κερδήσομαι Hdt.3.72: aor. 1 ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27, And.1.134 codd., etc.; Ion. -ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, also ἐκέρδησα Id.4.152, Hld.4.13, etc.: pf. κεκέρδαγκα D.C.53.5, κεκέρδᾰκα Aristid.1.366 J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc., κεκέρδηκα D.56.30 (προς-), J.BJ1.20.2:— Pass., aor. part. κερδανθείς Phld.Oec.p.67 J.: pf. κεκερδημένος J.AJ 18.6.5: (κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op.352; μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu.259; κ. τινί gain by a thing, E.HF604; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag.1301; κέρδος κ. S.OT889 (lyr.); κ. ἓξ τάλαντα And. l. c.; τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Lys.13.84; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr.231: c. part., gain by doing... εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel.1051 (prob.); πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av.1591, cf. Th.5.93; οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr.876; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι . . Hp. Art.46:—Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c. 2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl.520; τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant.312, X.Mem.2.9.4; παρά τινων Lys.20.7; πρὸς σοῦ S.Tr.191; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant.1037. II in bad sense, reap disadvantage from a thing, διπλᾶ δάκρυα κ. E.Hec.518; κερδᾶναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου X.Ap.9. III save or spare oneself, avoid, μεγάλα κακά Philem. 92.10; ὕβριν Act.Ap.27.21; τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2; ἐνόχλησιν D.L.7.14, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1423] fut. κερδανῶ, Xen. Mem. 2, 6, 4, aor. ἐκέρδανα, κερδῆναι Hom. ep. 14, 6, auch κερδήσομαι, Her. 3, 72, ἐκέρδησα, 4, 152, Sp. häufig, vgl. Lob. zu Phryn. 740; perf. προσκεκέρδηκα Dem. 56, 30; auch κεκέρδακα, Sp., u. κεκέρδαγκα, Phot. bibl. p. 237, 22; – gewinnen, Gewinn (κέρδος) ziehen, Vortheil haben; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Aesch. Ag. 1274; Prom. 878; λόγον ἐκέρδαναν Pind. I. 4, 29; οὐκ ἐξ ἅπαντος χρὴ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Soph. Ant. 312; εἰ μὴ τὸ κέρδος κερδανεῖ δικαίως O. R. 889, wie Plat. Legg. VIII, 846 a; χρηστὰ ἔπη Trach. 230; τί κερδανῶ Ar. Nubb. 260; τῇ ἀσφαλείᾳ κερδανεῖς Eur. Herc. Fur. 604; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waaren ziehen, Her. 4, 152, der es auch c. dat. vrbdt, Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, aus der Erhaltung Megara's, 8, 60, 3; ἀπό τινος, Xen. Hem. 2, 9, 3; – c. partic., Ar. Av. 1591 Eur. Hel. 1051; Arist., der es Eth. 5, 5 erkl.: τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ ἑαυτοῦ, setzt es dem ζημιοῦσθαι entgegen. – Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Thränen ernten, Eur. Hec. 518.