ἐπιπλέκω
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
A wreathe into a chaplet, AP12.256.5 (Mel.); νάρκισσον ὑακίνθῳ Nonn.D.10.338. 2. bind, αὐχένα δεσμῷ ib.18.189; bind upon, ταρσῷ γυιοπέδην ib.36.365:—Pass., Luc.Cont.16. II. metaph., interweave, combine, αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι Arist.Rh.Al.1438b5; τὸ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἐπιπλέξαι Aristid.Rh.2p.544S.; ἐ. ἑαυτοὺς ταῖς προσόδοις concern themselves with, PTeb.6.39 (ii B.C.):—Pass., τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς . . πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Plb.4.28.2, cf. Luc.Dem.Enc.8; τοῖς Ἕλλησιν ἐ. to have dealings with . ., Str.14.2.28; ξένοις ἐπιπλᾰκέντες ἔθεσιν J.AJ8.7.5; also, to have sexual intercourse with, Posidon.36 J., D.S.36.2a; ἐπιπεπλεγμένος mixed, Gal. Sect.Intr.6; complex, πυρετοί Id.7.432.
German (Pape)
[Seite 970] dazu flechten, einflechten, Ἡράκλειτον ἐπέπλεκεν, flocht ihn in den Kranz, Mel. 2 (XII, 256); νῆμα ἐπιπεπλεγμένον ἑκάστῳ Luc. Cont. 16; ἐπιπεπλεγμένα προβλήματα, verwickelt, Hermogen.; Pol. τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι 4, 28, 4; übh. vom Verkehr, τῶν ἄλλων οὐκ ἐπιπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, Ath. V, 211 f.