ἀσαφής
English (LSJ)
ές,
A indistinct (to the senses), dim, faint, σημεῖα Th.3.22; σκιαγραφία Pl.Criti.107d; indistinct (to the mind), uncertain, obscure, πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT439; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4; ἀ. πέλαγος AP 12.156; inarticulate, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.ιγ; of sounds, Arist. Aud.801b21; φθέγματα Epigr.Gr.1003.6. 2 of persons, obscure, διδάσκαλος Pl.R.392d. II Adv. -φῶς obscurely, Id.Cra.427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.
German (Pape)
[Seite 368] ές, undeutlich, dunkel, ἀσαφῆ λέγειν Soph. O. R. 439; σημεῖα Thuc. 3, 22; διδάσκαλος Plat. Rep. III, 392 d; ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα Prot. 316 a; Pol. 1. 41, 7; ἴχνη λεπτὰ καὶ ἀσ, Xen. Cyn. 5, 5; aber νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν Xen. Mem. 4, 3, 4 = bei Nacht sieht man minder deutlich. – Adv., Thuc. 4, 20.