καταπολεύω
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
A revolve, ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι βραδυτέρω<ς> . . ὁμοχρόνως κινεῖται Sch.Arat.147; of the constellation Ἄρκτος, move downwards in an orbit, opp. ἀναπολεύω, PMag.Par.1.702.
German (Pape)
[Seite 1371] sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.