σιτέω
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
part. gen.
A σιτεόντων Hp.Nat. Hom.9 (v.l. σιτευμένων): aor. 1 part. σιτήσας Hsch.:—elsewh. σιτέομαι, Ion. impf. σιτέσκοντο Od.24.209: fut. σιτήσομαι Ar.Nu.491, Pax 724, Arist.Mu.400b19: aor. ἐσιτήθην IG5(1).51.1 (Laconia); poet. σιτήθην Theoc.9.26: (σῖτος):—take food, eat, κλίσιον ἐν τῷ σιτέσκοντο Od. l.c., cf. Hdt.1.94, 133, Pl.Ap.36d; οἱ ἐν τῷ Μουσείῳ σιτούμενοι BGU73.4 (ii A.D.), etc. 2 c. acc., feed on, eat, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι, Hdt.1.200,202, cf. 71; ἐλπίδας A.Ag.1668; ἀπομαγδαλιάς Ar.Eq.414; τὴν σοφίαν Id.Nu. l.c.; ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτ X.Cyr.8.2.3; κρέας σ. Theoc. l.c. 3 eat of, ἀπό τινος Hld.2.23; τινι Scymn.854.
German (Pape)
[Seite 885] beköstigen, füttern, mästen, gew. med. sich beköstigen, d. i. essen, speisen; σιτέσκοντο, Od. 24, 209; c. acc., Aesch. frg. 192, der auch übertr. sagt οἶδ' ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας ἐλπίδας σιτουμένους, Ag. 1653; σοφίαν σιτήσομαι, Ar. Nubb. 483; ἀπομαγδαλιὰς κυνὸς βορὰν σιτεῖσθαι, Equ. 412; oft bei Her., auch absolut, 1, 94. 133; bes. Brot essen; λοῦσθαι καὶ σιτεῖσθαι, Plat. Legg. XII, 942 b; ἐν πρυτανείῳ σιτεῖσθαι, Apol. 36 d; Is. 6, 21; ὡς σιτοῖτο σίτοις, Xen. Cyr. 8, 2, 3.