ῥαπίς
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A rod, Hsch., Phot. II a kind of shoe,= κρηπίς, Hsch., EM702.33. III = γογγυλίς, Hsch.; cf. ῥάπυς, ῥάφυς.
German (Pape)
[Seite 834] ίδος, ἡ, die Ruthe, = ῥάβδος, wie das compos. χρυσόῤῥαπις zeigt. – Bei Epicham. = βελόνη, B. A. 113, 14. – Nach Hesych. ῥαπίδες = ὑπ οδήματα, περόναι; – dor. auch = ῥαφίς.