φροντίς

From LSJ
Revision as of 19:14, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φροντίς Medium diacritics: φροντίς Low diacritics: φροντίς Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣ
Transliteration A: phrontís Transliteration B: phrontis Transliteration C: frontis Beta Code: fronti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (φρονέω)

   A thought, care, attention bestowed upon a person or thing, c. gen., φροντίδ' ἔχειν καμάτου Simon.85.10, cf. E.Med.1301; παλαισμάτων λάβε φροντίδα take thought for them, Pi.N.10.22; ἦσαν ἐν φροντίδι ἀλλήλων πέρι Hdt.1.111, cf. 7.205; περὶ ὧν ἐν φ. μεγάλῃ καθίσταται Phld.Rh.2.27S.; ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φ. Pl.Phd.101e; φ. ἐποιήσατο τῆς Ἑλλάδος D.S.11.28, cf. 36, Ocell.4.14; περί τινος ἐποιοῦντο πολλὴν φ. v.l. in D.S.15.28: folld. by a relat. clause, ἐν φ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.HG6.5.33, cf. Cyr.5.2.5.    2 abs., thought, reflection, meditation, τὰ δ' ἄλλα φροντὶς . . θήσει δικαίως A.Ag.912; πολλὰς . . ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις S.OT67 (parodied by Henioch.4.5, ἔχον . . πολλὰς φροντίδων διεξόδους) ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, of a person, X.Cyr.6.2.12; but μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Hdt.2.104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a-thinking, Id.1.46; φροντίδα . . θώμεθα A.Pers.142 (anap.); δεῖ βαθείας φ. σωτηρίου Id.Supp.407, cf. 417; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; S. OC170 (anap.): pl., thoughts, νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν Pi.O.1.19; ἐπὶ φροντίδων ζῆν to live thoughtfully, E.Fr.684.4: prov., αἱ δεύτεραί πως φ. σοφώτεραι Id.Hipp.436.    b esp. of the speculations of Socrates and the philosophers, Ar.Nu.233, al.; φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην ib.137; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Id.Ec.572.(lyr.)    c care, anxiety, Xenoph.8; καί με καρδίαν ἀμύσσει φ. A.Pers.161 (troch.); ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' Id.Ag.102 (anap.), cf. 166 (lyr.), Eu.453; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to H., Hdt.6.129. cf. Hermipp.17; παρασχεῖν φροντίδα τινί Ar.Eq.612; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φ. Pl.R.330d: pl., cares, worries, λύπας καὶ φροντίδας ἐμβέβληκεν Antipho 2.2.2, cf. Isoc.Ep.2.11, Epicur.Ep.1p.28U.; μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men.452.    d heart's desire, Pi.P. 10.62.    e hypochondria, φ. νοῦσος χαλεπή Hp.Morb.2.72.    II power of thought, mind, τὸ . . ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph.863 (lyr.); οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος Id.OT170(lyr.); τὸ γὰρ τὴν φ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ ib.1390; νέα γὰρ φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ E.Med. 48.    III authority, PLond.1.242.8 (iv A. D.); guardianship, PMasp.26.5 (vi A. D.).    2 office, function, department, Lyd.Mag. 2.7, al., Cod.Just.1.3.38.6 (pl.), Just.Nov.8 Not.49.    3 portion of land entrusted to a person, ἑκάστη φ. τῶν φυτευομένων τόπων PFlor.148.12 (iii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1309] ίδος, ἡ, Sorge, Fürsorge, die einer Person oder Sache gewidmete Aufmerksamkeit, das Nachdenken; Pind. φροντίδι μητίονται P. 2, 92; φροντίδα λάβε παλαισμάτων N. 10, 22; ὑπὸ φροντίσιν γλυκυτάταις ἔθηκε νόον Ol. 1, 19; φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα Aesch. Pers. 138; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς θήσει δικαίως Ag. 886; δεῖ τοι βαθείας φροντίδος σωτηρίου Suppl. 402; τὸ δὲ ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι, was ich begreifen kann, Soph. Phil. 851; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ O. C. 167; τίνα φροντίδα ἔχεις Eur. I. T. 137, u. öfter; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Ar. Eccl. 572; – auch Besorgniß, Kummer; Theogn. 1227; καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς Aesch. Pers. 157, vgl. Ag. 260. 655, u. öfter; Soph. Trach. 148; φροντίδα παρέχειν τινί Ar. Equ. 610; περί τινος, Her. 7, 205; ἐκείνοις ἴσως οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φροντίς Plat. Phaed. 101 e, sie kümmern sich nicht darum; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φροντὶς περὶ ὧν ἔμπροσθεν οὐκ εἰσῄει Rep. I, 330 d; ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, um Etwas in Sorge sein, Her. 1, 111; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι 2, 104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα 1, 46; Sp., ἐν φροντίδι ἔχειν τινά, Einen in Ehren halten, Parthen. 2; φροντίς ἐστιν ἐμοί; er ist mir ein Gegenstand der Sorge, Her. 6, 129; – Nachdenken, Betrachtung, εὔφημος φροντίς, andächtig stilles Nachdenken, Gebet, Soph. O. C. 132. – Ueberh. Sinnesart, Sinn, wie φρόνημα, Eur. Med. 48.