ψυκτικός
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ή, όν,
A = ψυκτήριος, cooling, τὰ ψ. refrigerants, Hp.Aph.7.37; ψ. δύναμις, opp. θερμαντική, Epicur.Fr.60; ψ. φασὶν εἶναι τὸν οἶνον ib.59, cf. Plu. 2.652f, 691b (Sup.), etc. II bringing difficulty (cf. ψῦξις 111), embarrassing, ὁ χρόνος ἔσται -κὸς εἰς πάντα Heph.Astr.2.29.
German (Pape)
[Seite 1402] = Vorigem, kühlend, abkühlend, δύναμις, Ggstz der θερμαντική, Plut. adv. Col. 6.