χαλαρός
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ά, όν,
A slack, loose, δέρματα Hp.Aph.5.71; ὑποδήματα Ar.Th.263; ἁλύσεις Th.2.76; χαλινός X.Eq.10.3, cf. 7.1; θῶραξ ib. 12.1; χ. κοτυληδών loose, supple joint, Ar.V.1495 (anap.); χ.κνήμη, opp. σκληρά, X.Eq.7.6; χ. ἁρμονίαι loose, languid, effeminate music, Pl.R.398e; χαλαρωτέραν . . ἐποίησε χορδαῖς δώδεκα (sc. τὴν μουσικήν) Pherecr.145.5; χ. πόροι relaxed, open pores, Arist.HA514a32; τὸ χ., = χαλαρότης, Anaximen.1. Adv. -ρῶς Hp.Fract.16; χ. ἐνηρμόσθαι, δεδέσθαι, Plb.34.3.5, Gp.5.8.4.
German (Pape)
[Seite 1326] nachgelassen, schlaff, lose; ὑποδήματα Ar. Th. 263; ἁλύσεις Thuc. 2, 76; χαλινός Xen. equ. 10, 3; ἄρθρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden, MMedle.; vgl. νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἐμοῖς στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1494; – übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze, Plat. Rep. III, 398 e. – Adv., χαλαρῶς ἐνήρμοσται ἡ ἐπιδορατὶς δόρατι Pol. 34, 3,5.