κατάντης

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντης Medium diacritics: κατάντης Low diacritics: κατάντης Capitals: ΚΑΤΑΝΤΗΣ
Transliteration A: katántēs Transliteration B: katantēs Transliteration C: katantis Beta Code: kata/nths

English (LSJ)

ες, (ἄντα)

   A downhill, steep, opp. ἀνάντης, κ. ἀτραπός Ar.Ra.127; ἐς τὰ κατάντεα downwards, Hp.Off.9; ἐπὶ κάταντες, = κάταντα, Pl.Ti.77d; εἰς τὸ κάταντες X.Eq.8.8; ἐν τῷ κατάντει Id.HG4.8.37; ἀπὸ τοῦ κατάντους ib.3.5.20; ἐν τοῖς κατάντεσι Diocl.Fr.142: neut. as Adv., κάταντες κινεῖσθαι Arist.Ph.248a22; τὰ κατάντη ἁμιλλώμενοι X.Eq. 8.6; τὰ κ. ἐλαύνεσθαι Id.Eq.Mag.8.3; θεῖν Id.Cyn.5.17; φέρεσθαι Arist.HA567a7; καταβαίνειν Thphr.Lass.11.    II metaph., prone, inclined, πρός τι E.Rh.318, Epicur.Nat.908.4, Plu.2.53e.

German (Pape)

[Seite 1366] neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; ὁδός Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Uebertr., geneigt, leicht, ἕρπει κατάντης συμφορὰ πρὸς τἀγαθόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα κατάντης Plut. ad. et am. discr. 12.