κνηκώδης
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
ες,
A = κνηκοειδής, Thphr.HP1.11.3, 6.6.6.
German (Pape)
[Seite 1460] ες, = κνηκοειδής, Theophr.