στίξ

From LSJ
Revision as of 19:18, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίξ Medium diacritics: στίξ Low diacritics: στιξ Capitals: ΣΤΙΞ
Transliteration A: stíx Transliteration B: stix Transliteration C: stiks Beta Code: sti/c

English (LSJ)

ἡ, gen.

   A στιχός Il.16.173, 20.362, acc. στίχα Epigr. ap. D.S. 11.14, AP7.56; nom. and acc. pl. στίχες, στίχας (v. infr.):—row, line, rank or file, esp. of soldiers, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Il.16.173; στιχὸς εἶμι διαμπερές 20.362, cf. Epigr. ap. D.S. l.c.: elsewhere in pl., στίχες ἀνδρῶν, Τρώων, Κεφαλλήνων, etc., Il.4.231, 221,330, al.; ἀσπιστάων ib.90; mostly of foot, but also πολλὰς σ. ἡρώων πολλὰς δὲ καὶ ἵππων 20.326; κατὰ στίχας in ranks or lines, ἵζοντο κατὰ σ. 3.326; but ἦλθε κατὰ σ. through the ranks, 16.820, cf. 5.590, 11.91; of dancers, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι 18.602:—also in Trag. and Com., ξένων στίχες A.Th.924 (lyr.); πολεμίων, Καδμείων, E.Heracl. 676, Supp.669; τῶν λαῶν Ar.Eq.163; συῶν ἠδὲ λεόντων Hes.Sc.170; γεράνων Arat.1031, cf. Q.S.11.114.    2 metaph., ἀνέμων στίχες Pi. P.4.210; ἐπέων στίχες verses, lays, ib.57; later, στίχα νήσων D.P. 514; βίβλων AP7.56.—Cf. στίχος, στοῖχος.

German (Pape)

[Seite 944] ἡ, im nom. ungebräuchlich, s. στίχος, kommt nur vor im gen.) στιχός, im nom. u. acc. plur. στίχες, στίχας, die Reihe, bes. von Kriegern, Schlachtreihe, das Glied in der Schlachtordnung; στιχὸς εἶμι διαμπερές, die Schlachtordnung, Il. 20, 362; singul. nur noch 16, 173; κρατεραὶ στίχες ἀσπ ιστάων, 4, 90; oft στίχες ἀνδρῶν, wie Hes. So. 170, gew. vom Fußvolk; doch auch στίχες ἡρώων τε καὶ ἵππων, Il. 20, 326; κατὰ στίχας, nach Reihen, reihenweise, 3, 326; auch ἐπὶ στίχας, 18, 602; Pind. ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας, N. 9, 38; auch ἀνέμων, die Reihenfolge, Ordnung, P. 4, 210, wie ἐπέων ib. 57; τάσσοντα πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676, u. öfter, wie Aesch. Spt. 907; στίχες λαῶν, Ar. Equitt. 163; sp. D., τὰ δ' ἐπὶ στίχας ἤγαγεν αἰών, in Ordnung bringen, Ap. Rh. 4, 680. Vgl. das in Prosa üblichere στίχος und στοῖχος. Es ist verwandt mit στείχω.