στίχες
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
Full diacritics: στίχες | Medium diacritics: στίχες | Low diacritics: στίχες | Capitals: ΣΤΙΧΕΣ |
Transliteration A: stíches | Transliteration B: stiches | Transliteration C: stiches | Beta Code: sti/xes |
αἱ, v. Στίξ.
ῶν (αἱ) :
v. *στίξ.
στίχες: αἱ pl. к * στίξ.
στίχες: -αἱ, ἴδε *στίξ.
στίχες: στίχας, ονομ. και αιτ. πληθ. του *στίξ.
line of battle, line of soldiers