χλιερός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for χλιαρός: also Adv. χλιηρῶς, Hp.Mul.1.78; cf. χλιαρός.
German (Pape)
[Seite 1359] ion. statt χλιαρός, Cratin. bei Ath. 385 d.