κομματίας
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
ου, ὁ, (
A κόμμα 11.3) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.
German (Pape)
[Seite 1478] ὁ, der viele Absätze, Einschnitte in der Rede macht, σοφιστής Philostr. soph. 2, 29.