χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
[Seite 420] ῶνος, ὁ, = ἀχυρός, Ar. Vesp. 1310, v. l. ἀχυρός, woraus man ἀχυρμός vermuthet; der Schol. führt ὄνος εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα an, vgl. ἄχυρον.